-
1 ῥιπά
a blast, rushing of wind, seaὠκυπόρους κυμάτων ῥιπὰς ἀνέμους τ' ἐκάλει P. 4.195
“ ψάμαθοι κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμων κλονέονται” P. 9.48θαλασσίαις ἀνέμων ῥιπαῖσι πεμφθεὶς ὑπὸ Τροίαν N. 3.59
ἦν γὰρ (sc. Δᾶλος) τὸ πάροιθε φορητὰ κυμάτεσσιν παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν carried on the waves by the blasts of the winds (post παντοδαπῶν add. τ Schneider) fr. 33d. 3. ὠκύαλον τε πόντου [ῥ]ιπὰν ἐτάραξε καὶ Παρθ. 2. 2. μαλάσσοντες βίαιον πόντον ὠκείας τ' ἀνέμων ῥιπάς *fr. 140c. 2* ὅσ' ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν fr. 220. 3.b onslaught, blowβελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν N. 1.68
met., ἀνδροδάμαντα δ' ἐπεὶ Φῆρες δάεν ῥιπὰν μελιαδέος οἴνου fr. 166. 1.c throbbing note ὁ δὲ κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ, τεαῖς ῥιπαῖσι κατασχόμενος i. e. of the lyre P. 1.10 -
2 τεός
τεός (-ός, -ῷ, -όν, -οῖς(ιν); -ᾷ, -άν, τεάν, -αί, -αις(ι), -αῖσιν, τεαῖσιν; -όν nom., acc., - οῖς: c. art., O. 5.11, P. 8.33, P. 11.41, I. 1.1, I. 1.58)1 your (s.)a addressing gods, heroes, simm.Ζεῦ, τεαὶ γὰρ ὧραι O. 4.1
Παλλάς, ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεόν O. 5.11
Αἶαν, τεόν τ' ἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν ( Αἰάντειόν τ' ἐν codd., corr. Hermann) O. 9.112 γέρας ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις (of Cyrene) P. 5.31Ἄπολλον, τεᾷ, Καρνήἰ, ἐν δαιτὶ P. 5.79
Ἄπολλον, τεὸν δόμον (Wil.: τεόν τε δόμον codd.) P. 7.10 ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν (Tricl.: τεοῖσι codd.: of Apollo) P. 10.11 τεὰν κατ' αἶσαν (of the Muse) N. 3.15Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγὼν N. 3.65
τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν ἀγλαόγυιον Ἥβαν (of Eleithuia) N. 7.4ἔργμασιν ἐπιστατεῖ, Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.50
ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς (of Herakles) N. 7.94Ἑστία, εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον N. 11.3
μᾶτερ ἐμά, τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι I. 1.1
Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58
διὰ τεάν, ὤνασσα, τιμὰν (of Theia) I. 5.6 τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων μάλιστα θυμὸν τεὸν εὔφρανας; I. 7.2 πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέ-φανον I. 7.50
ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν ἐμαῖς τε τιμαῖς (of Pytho) Πα.. 1. ]τεαν τε[λετ]ὰν μελίζοι (of Dionysos?) Δ. 3.. ὦ Κύπρου δέσποινα, τεὸν δεῦτ' ἐς ἄλσος fr. 122. 18. pro subs., Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν, εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον, ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν your duty P. 11.41b addressing victorsτεαῖσι μήδεται, Ἱέρων, μερίμναισιν O. 1.106
τεᾶς, Ἁγησίδαμε, πυγμαχίας ἕνεκεν O. 11.12
τεὰ ἀκλεὴς τιμὰ (of Ergoteles) O. 12.13διὰ τεὰν δύναμιν P. 2.20
τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν (of Arkesilas) P. 5.10τεᾷ φρενί P. 5.19
πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε P. 6.15
τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ my debt to you P. 8.33 [ αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν τεῶν προγόνων (codd. contra metr.: ἑῶν Mosch., edd. vulgo: καὶ τεῶν δόξαν παλαιὰν Bergk) P. 9.105]πάτραν ἵν ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεὰν ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι N. 4.78
τεὸς μάτρως ἀγάλλει κείνου ὁμόσπορον ἔθνος, Πυθέα (Mingarelli e Σ: Πυθέας codd.) N. 5.43c in direct speech “ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαις ἁλίσκεται” (of Aiakos) O. 8.42 “ τεὸν οἶκον” (of Pelias) P. 4.151 “ πόσις σπέρμα θνατὸν ματρὶ τεᾷ πελάσαις στᾶξεν ἥρως” (of Polydeukes) N. 10.81d addressing relatives of the victorὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.44
e addressing inanimate objects τεαῖς ῥιπαῖσι κατασχόμενος (of the lyre.) P. 1.9 -
3 κατέχω
a encompass, surround met. ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί (Π: - έχοντ codd.) O. 7.10ἐχθρὰ Φάλαριν κατέχει παντᾷ φάτις P. 1.96
ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει (Hermann e Σ: κατέχει τε, κατέχειν codd.) N. 8.24b restrain μονόψαφον ἐν κολεῷ κατασχοῖσα ξίφος pr. having kept N. 10.6εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.2
c captivate ὁ δὲ ( αἰετὸς) κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ τεαῖς ῥιπαῖσι κατασχόμενος i. e. by the strains of the lyre P. 1.10d gain possession of καί ποτε τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b. met.,ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71
, but cf. Borthwick, C. Q., 1959, 23ff.e frag. ]ραν κατεχε[ Θρ. 5a. 6. -
4 κατέχω
κατέχω, [tense] fut. καθέξω (of duration) Il.18.332, κατασχήσω (of momentary action) Hdt.5.72, Th.4.42: [tense] aor. κατέσχον, poet.Aκατέσχεθον Hes.Th. 575
, S.El. 754; [dialect] Ep. [ per.] 3sg.κάσχεθε Il.11.702
, [dialect] Aeol. κατέσκ [ εθε] Alc.Supp. la.12; imper. (lyr.), laterκατάσχε Philostr.Ep.38
(v.l.), PMag.Lond.97.404; late [tense] aor.κατέσχα PGen. 54.22
(iv A.D.).I trans., hold fast,καλύπτρην χείρεσσι Hes.Th. 575
.b hold back, withhold,εἴ με βίῃ ἀέκοντα καθέξει Il.15.186
, cf. 11.702, Od.15.200;ἐν κολεῷ ξίφος Pi.N.10.6
: check, restrain, bridle,ἑωυτόν Hdt.6.129
, cf.Pl.Chrm. 162c, Men.Sam. 112; [ γυναῖκε] A.Pers. 190;ἱππικὸν δρόμον S.El. 754
; (lyr.); ὀργήν, θυμόν, ὕβριν, etc., S.El. 1011, OC 874, E.Ba. 555 (lyr.), etc.; (lyr.);τὴν διάνοιαν Th.1.130
; κ. τὴν ἀγωγήν put it off, Id.6.29; κ. τὸ πλῆθος ἐλευθέρως, ἰσχύϊ, Id.2.65, 3.62;κ. τινὰ πολέμῳ Id.1.103
; , al.;τὸν γέλωτα X.Cyr.2.2.5
, Pl.La. 184a, Thphr.Char.2.4; οὖρον hold in, Gal.8.407 (but -όμενα [οὖρα] as a disease, Hp.Prorrh.1.59, cf. Gal.16.639); ἑαυτὸν κατέχει μὴ ἐπιπηδᾶν restrains himself from.., Pl.Phdr. 254a:—[voice] Pass., to be held down,γλῶσσα κατείχετο Hp.Epid.5.50
;ἐπιθυμίας -ομένας Pl.R. 554c
; to be bound,ὁρκίοισι μεγάλοισι Hdt.1.29
;ὑποσχέσει PAmh. 2.97.17
(ii A.D.);τοῖς τινων ὀφειλήμασιν PRyl.117.13
(iii A.D.); of a nation, to be kept under (by tyrants), Hdt.1.59.c detain,κ. [αὐτοὺς] ἐνιαυτόν Id.6.128
, cf. 8.57, Th.8.100;κ. [αὐτοὺς] ὥστε μὴ ἀπιέναι X. Mem.2.6.11
:—[voice] Pass., to be detained, stay, Hdt.8.117, S.Tr. 249;περὶ Κρήτην Th.2.86
, etc.d in imprecations, inhibit (cf. καταδέω (A) 111), Tab.Defix.Aud.50.11 (iv B.C.), PMag.Par.1.2077;Μανῆν καταδῶ καὶ κατέχω Tab.Defix.109
.e place under arrest, PFlor.61.60 (i A.D.), etc.2 c.gen., gain possession of, be master of,τῶν ἐπιστημῶν μὴ πάνυ κ. Arist.Cat. 9a6
;τῆς ὀργῆς Philem.185
codd. Stob.;τῆς παραποταμίας βίᾳ κατέσχον D.S.12.82
, cf. Plb.14.1.9;τῆς Ἀσίας ἐθνῶν App.Praef. 9
; control, τινων LXX 1 Ma.6.27; ἑαυτῶν Erot.s.v.προπετής; μηκέτι κατέχων ἑαυτοῦ Hdn.1.15.1
, cf. 1.7.3; cling to,τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου LXX 3 Ki.1.51
.II possess, occupy, esp.of rulers, A.Th. 732 (lyr.), E.Hec.81 (anap.); σῴζειν ἅπερ ἃν ἅπαξ κατάσχωσι whatever they have got, Isoc.12.242; esp. of property. enjoy possession of, PTeb.5.47 (ii B.C.), etc. (but also, sequestrate, PLille3.16 ([voice] Pass., iii B.C.), etc.);ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες 2 Ep.Cor.6.10
.b dwell in, occupy,Ὀλύμπου αἴγλαν S.Ant. 609
(lyr.); esp. of tutelary gods, Παρνασίαν ὃς κ. πέτραν, of Dionysus, Ar.Nu. 603 (lyr.), cf. X.Cyr.2.1.1, SIG662.10 (Delos, ii B.C.), Luc.Alex.10; of a place, (lyr.); of the dead. θήκας Ἰλιάδος γᾶς.. κατέχουσι occupy, A.Ag. 454 (lyr.), cf. S.Aj. 1167 (anap.).2 of sound, fill,οἱ δ' ἀλαλητῷ πᾶν πεδίον κατέχουσι Il. 16.79
; κ. στρατόπεδον δυσφημίαις fill it with his grievous cries, S. Ph.10;οἰμωγὴ.. κατεῖχε πελαγίαν ἅλα A.Pers. 427
, cf. E.Hipp. 1133 (lyr.):—[voice] Pass.,οἶκος κλαυθμῷ κατείχετο Hdt.1.111
.3 πανδάκρυτον βιοτὰν κ. continue to live a life.., S.Ph. 690 (lyr.).4 to be spread over, cover,νὺξ.. δνοφερὴ κάτεχ' οὐρανόν Od.13.269
;ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε γαῖαν A.Pers. 387
, cf. Ar.Nu. 572 (lyr.); τίνες αὖ πόντον κατέχουσ' αὖραι; Cratin.138;ὀσμὴ.. κατὰ πᾶν ἔχει δῶ Hermipp.82.9
:—[voice] Pass.,σελήνη.. κατείχετο.. νεφέεσσιν Od.9.145
, cf. Il.17.368, 644:—[voice] Med., [dialect] Ep.[tense] aor.,κατέσχετο χερσὶ πρόσωπα Od.19.361
; κατασχομένη ἑανῷ having covered her face, Il.3.419.5 of the grave, confine, cover, , cf. Od.11.301, Orac. ap. Hdt.1.67; as a threat, πάρος τινὰ γαῖα καθέξει sooner shall earth cover many a one, Il.16.629, cf. Od.13.427, etc.6 of circumstances, etc., hold fast, have one in their power,μιν κατὰ γῆρας ἔχει χεῖράς τε πόδας τε Od.11.497
; ὃν θάνατος δακρυόεις καθέχει (sic) IG12.987;ἐχθρὰ Φάλαριν κ. φάτις Pi.P.1.96
;τινὰ.. λάθα κ. Id.N.8.24
; [φθορὰ] κ. τὸν σὸν δόμον S.OC 370
; τύχη, πόλεμος κ. τινά, Pl.Hp.Ma. 304c, Ep. 317a; κ. κίνδυνος Σικελίαν ib. 355d;συνέβη λοιμώδη νόσον κατασχεῖν τὴν Ἰταλίαν Hdn.1.12.1
:—[voice] Pass.,ὑπὸ μεγάλης ἀνάγκης κατεχόμενοι Pl. Lg. 858a
: rarely in good sense,ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχοντ' ἀγαθαί Pi.O.7.10
;μεγάλαι κ. τύχαι γένος ὀρνίθων Ar.Av. 1726
(lyr.);εὐμοιρίας -εχούσης τὸν βίον Hdn.2.5.1
.b of circumstances, etc., prevail, prevail among, engage, , cf. 1.65; μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ' ἡμᾶς murmurs are rife among us, S.Aj. 142 (anap.); φήμης ἀθρόας -σχούσης τὸ Ἑλληνικόν a sudden rumour having overspread Greece, Philostr.VA8.15.7 seize, occupy, in right of conquest, τὸ Καδμείων πέδον dub. in S.OC 381; esp. in histor. writers, -σχήσειν [τὴν ἀκρόπολιν] Hdt.5.72;τὰ πρήγματα Id.3.143
;τὰ ἐχυρά X.Cyr.3.1.27
;τὰ κύκλῳ τῆς Ἀττικῆς ἁρμοσταῖς D.18.96
;φρουραῖς τὰς πόλεις Plu.2.177d
.9 master, understand,οὐ κατέχω τί βούλει φράζειν Pl.Phlb. 26c
, cf. Men. 72d, Ceb.34;περὶ φύσεως κ. πάντας τοὺς λόγους Sosip.1.17
, cf. 33; κ. νοῦν στίχων grasp the sense of.., Puchstein Epigr.Gr.p.9.b keep in mind, remember,χρήσιμον καὶ τοῦτο κατασχεῖν τὸ στοιχεῖον Epicur. Ep.1p.10U.
, cf. Thphr.Char.26.2, Men.Epit. 109; κ. τινὰ ὀψοφάγον Chrysipp.Tyan. ap. Ath.1.5e; κ. ὅτι, διότι, PCair.Zen.60.10 (iii B.C.), Phld.Herc.1251.15:—[voice] Pass., Epicur.Ep.1p.31U.10 possess, of a god,εἰ θεός ἐστιν ὁ σὰς κατέχων φρένας PLit.Lond.52.12
; τοιοῦτος ἔρως κατεῖχε τὴν ἄνθρωπον she was so infatuated, Plu.Alc.23; of an actor, κ. τὸ θέατρον held the audience spellbound, Plu.Dem.29 (but, kept the audience waiting, Phoc.19); of poets,μύθοις [τοὺς ἀκούοντας] κ. Luc.JTr.39
(v.l. κατηχοῦσι):—mostly in [voice] Pass., of persons, to be possessed, inspired, Pl. Ion 533e; ἐξ Ὁμήρου ib. 536b;ἐκ θεῶν X. Smp.1.10
;κάρῳ Phld.D.1.18
; τὸ θέατρον κατείχετο the audience was spellbound, Eun.Hist.p.247 D.; of hydrophobia patients, Philum. Ven.4.11; of a lover, τῷ αὐτῷ θεῷ (sc. Ἔρωτι)κατέσχημαι Luc. DMort.19.1
:—also in [tense] aor. [voice] Med., Pl.Phdr. 244e.B intr.,1 (sc. ἑαυτόν) control oneself, S.OT 782;οὐκέτι καθέξω Men.Pk. 394
;εἶπεν οὖν μὴ κατασχών Plu.Art.15
;οὐ κατέσχεν App.BC3.43
: c. inf.,κ. τὸ μὴ δακρύειν Pl.Phd. 117c
.2 come from the high sea to shore, put in (v. supr. IV),νηΐ Θορικόνδε h.Cer. 126
;τῆς Μαγνησίης χώρης ἐς τὸν αἰγιαλόν Hdt.7.188
, cf. 6.101, Plb.1.25.7, Plu. Thes.21; τίνες ποτ' ἐς γῆν τήνδε.. κατέσχετε; S.Ph. 221, cf. 270, E. Heracl.83 (lyr.), Antipho 5.21, etc.: c. acc. loci, E.Hel. 1206, Cyc. 223; of a journey by land, rest, προξένων δ' ἔν του κατέσχες; Id. Ion 551, cf. Plb.5.71.2: metaph., εὖ κατασχήσει shall come safe to land, S.El. 503 (lyr.).3 prevail, ὁ λόγος κ. the report prevails, Th.1.10;κληδὼν ἐν ἁπάσῃ τῇ πόλει κατεῖχεν And.1.130
;σεισμῶν -εχόντων Th.3.89
;ὁ βορέας κατεῖχεν Arist.Mete. 345a1
, cf. 360b33, Thphr.CP1.5.1.4 gain the upper hand,παρά τινι Thgn.262
; gain one's purpose, Lys.3.42;ὁ δὲ κατεῖχε τῇ βοῇ Ar.Ec. 434
;νομίζοντες ῥᾳδίως κατασχήσειν Arist.Pol. 1307b10
.C [voice] Med., keep back for oneself, embezzle, [ τὰ χρήματα] Hdt.7.164.3 hold, contain, Plb.9.26a.7.II [tense] aor. [voice] Med., = κατέχω B. 2, Od.3.284.2 in pass. sense, τεαῖς ῥιπαῖσι κατασχόμενος subdued, Pi.P.1.10; καρδίαν κατέσχετο ἔρωτι was seized with, possessed by, E.Hipp.27; v. supr.A. 11.10.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский